-
1 δημοσιόω
A confiscate, Th.3.68, Procop.Arc.11:—[voice] Pass., of the Ager Publicus at Rome, to be converted to public use, D.H.8.74; also prostitutes,Plu.
2.519e.2 register a deed,παρὰ τῷ ἀρχιδικαστῇ Sammelb.4651.6
(iii A. D.):—usu. [voice] Pass., BGU50.5 (ii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοσιόω
См. также в других словарях:
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek